- περπεριάρηδες
- οι, Νβλ. περπυράριοι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περπυράριοι — και περπεριάρηδες, οι, Ν δουλοπάροικοι που κατέβαλλαν κεφαλικό φόρο, κοινωνική τάξη στην Κύπρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με τη λ. πέρπυρον] … Dictionary of Greek